μεταφρουρούμαι

μεταφρουρούμαι
μεταφρουρούμαι, -έομαι (Μ)
1. μεταφέρομαι σε άλλη φρουρά ή σε άλλη φυλακή
2. φυλάγω ως φρουρός αλλού ή τίθεμαι σε φρουρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”